- πεφύκῃ
- πεφύ̱κῃ , φύωbring forthperf subj act 3rd sgφύζωperf subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
πεφύκηι — πεφύ̱κῃ , φύω bring forth perf subj act 3rd sg πεφύκῃ , φύζω perf subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)